Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammucchiàta (θηλ.ουσ) amoralità (θηλ.ουσ)
ammuffiménto (ουσ αρσ ) amoràzzo (ουσ αρσ )
ammuffìre (ρ.αμτβ.) amóre (ουσ αρσ )
ammuffìto (επίθ.) amoreggiaménto (ουσ αρσ )
ammusàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) amoreggiàre (ρ.αμτβ.)
ammutinaménto (ουσ αρσ ) amorétto (ουσ αρσ )
ammutinàre (ρ. μτβ.) amorévole (επίθ.)
ammutinàrsi (ρ. μ. αμτβ.) amorevolézza (θηλ.ουσ)
ammutinàto (αρσ. επίθ και ουσ) amòrfo (αρσ. επίθ και ουσ)
ammutolìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) amorìno (ουσ αρσ )
ammutolìto (επίθ.) amorósa (θηλ.ουσ)
amnesìa (θηλ.ουσ) amoróso (ουσ αρσ )
àmnio (ουσ αρσ ) amoróso (επίθ.)
amniocèntesi, amniocentèsi (θηλ.ουσ) amoscìno (ουσ αρσ )
amniografìa (θηλ.ουσ) amovìbile (επίθ.)
amnioscopìa (θηλ.ουσ) amovibilità (θηλ.ουσ)
amniòtico (αρσ. επίθ και ουσ) amperàggio (ουσ αρσ )
amnistìa (θηλ.ουσ) ampere (ουσ αρσ )
amnistiàre (ρ. μτβ.) amperòmetro (ουσ αρσ )
amnistiàto (αρσ. επίθ και ουσ) amperóra (ουσ αρσ )
àmo (ουσ αρσ ) amperspìra (θηλ.ουσ)
amoèrro (ουσ αρσ ) ampiézza (θηλ.ουσ)
amòmo (ουσ αρσ ) àmpio (αρσ. επίθ και ουσ)
amoràle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) amplèsso (ουσ αρσ )
amoralìsmo (ουσ αρσ ) ampliaménto, ampliaménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: