ItalianoGreco


chiarificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kjarifikatˈtsjone]

1 διαλεύκανση
2 διαφώτιση
3 ξεκαθάρισμα
4 διευκρίνιση
5 αποσαφήνιση
6 εξήγηση
7 διασαφήνιση
8 καθαρισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---