ItalianoGreco


cicaléccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧikaˈletʧo]

1 τερέτισμα
2 κελάηδημα
3 κελαηδισμός
4 πολυλογία
5 φλυαρία
6 κουτσομπολιό
7 κελάδημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---