Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cìcciolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧitʧolo]

1 υπολείμματα τηγανίσματος
2 εξόγκωμα λίπους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ciccia cicciona  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciccaiolo (ουσ αρσ )
ciccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cicchettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cicchetto (ουσ αρσ )
ciccia (θηλ.ουσ)
cicciolo (ουσ αρσ )
cicciona (θηλ.ουσ)
ciccione (επίθ.)
ciccioso (επίθ.)
cicciotto (αρσ. επίθ και ουσ)
cicciuto (επίθ.)
cicerbita (θηλ.ουσ)
cicerchia (θηλ.ουσ)
cicero (ουσ αρσ )
cicerone (ουσ αρσ )
cicisbeo (ουσ αρσ )
ciclabile (επίθ.)
Cicladi (θηλ. ουσ πληθ.)
ciclamino (ουσ αρσ )
ciclicità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---