Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cicchétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧikˈketto]

1 μικρό κομμάτι
2 έναυσμα
3 κατσάδα
4 δράμι
5 διεγερτικό
6 πρέζα
7 γόμωση
8 στάλα
9 εξάψαλμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cicchettare ciccia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cicatrizzazione (θηλ.ουσ)
cicca (θηλ.ουσ)
ciccaiolo (ουσ αρσ )
ciccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cicchettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cicchetto (ουσ αρσ )
ciccia (θηλ.ουσ)
cicciolo (ουσ αρσ )
cicciona (θηλ.ουσ)
ciccione (επίθ.)
ciccioso (επίθ.)
cicciotto (αρσ. επίθ και ουσ)
cicciuto (επίθ.)
cicerbita (θηλ.ουσ)
cicerchia (θηλ.ουσ)
cicero (ουσ αρσ )
cicerone (ουσ αρσ )
cicisbeo (ουσ αρσ )
ciclabile (επίθ.)
Cicladi (θηλ. ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---