Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ciccaiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧikkaˈjɔlo]

κάποιος που καπνίζει γόπες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cicca ciccare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cicatrice (θηλ.ουσ)
cicatriziale (επίθ.)
cicatrizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cicatrizzazione (θηλ.ουσ)
cicca (θηλ.ουσ)
ciccaiolo (ουσ αρσ )
ciccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cicchettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cicchetto (ουσ αρσ )
ciccia (θηλ.ουσ)
cicciolo (ουσ αρσ )
cicciona (θηλ.ουσ)
ciccione (επίθ.)
ciccioso (επίθ.)
cicciotto (αρσ. επίθ και ουσ)
cicciuto (επίθ.)
cicerbita (θηλ.ουσ)
cicerchia (θηλ.ουσ)
cicero (ουσ αρσ )
cicerone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---