Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcicchettàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ʧikketˈtare] 1 ερεθίζω 2 γεμίζω (όπλο-αντλία κλπ) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |