ItalianoGreco


concessionàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konʧessjoˈnarjo]

1 πράκτορας
2 αντιπρόσωπος
3 ιδιοκτήτης κτήματος-δωρεάς
4 δεχόμενος παραχώρηση ή μεταβίβαση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---