Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concessionàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konʧessjoˈnarjo]

1 πράκτορας
2 αντιπρόσωπος
3 ιδιοκτήτης κτήματος-δωρεάς
4 δεχόμενος παραχώρηση ή μεταβίβαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concerto concessione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concertazione (θηλ.ουσ)
concertino (ουσ αρσ )
concertista (ουσ αρσ και θηλ.)
concertistico (επίθ.)
concerto (ουσ αρσ )
concessionario (αρσ. επίθ και ουσ)
concessione (θηλ.ουσ)
concessiva (θηλ.ουσ)
concessivo (επίθ.)
concesso (ουσ αρσ )
concessore (ουσ αρσ )
concettismo (ουσ αρσ )
concetto (αρσ. επίθ και ουσ)
concettosità (θηλ.ουσ)
concettoso (επίθ.)
concettuale (επίθ.)
concettualismo (ουσ αρσ )
concettualista (ουσ αρσ και θηλ.)
concezionale (επίθ.)
concezione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---