Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconcessióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [konʧesˈsjone] 1 έγγραφη άδεια 2 διομολογήσεις 3 χορήγηση 4 άδεια 5 παραχωρηθέν κτήμα 6 δικαίωμα εκμετάλλευσης 7 προνομία 8 προνόμιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |