liutàio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [liuˈtajo]
1 μουσικός εκτελεστής λαούτου
2 κατασκευαστής λαούτων
3 λαουτιέρης
4 κατασκευαστής έγχορδων μουσικών οργάνων
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [liuˈtajo]
1 μουσικός εκτελεστής λαούτου
2 κατασκευαστής λαούτων
3 λαουτιέρης
4 κατασκευαστής έγχορδων μουσικών οργάνων
permalink
liutaio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android