ItalianoGreco


liuterìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [liuteˈria]

1 τέχνη κατασκευής έγχορδων μουσικών οργάνων
2 εργαστήριο κατασκευής εγχόρδων οργάνων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z