Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscrematùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skremaˈtura] 1 αφαίρεση της πέτσας ή της κρέμας 2 ξάφρισμα 3 αποβουτύρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |