Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscremàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skreˈmato] αποβουτυρωμένος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαlatte [αρσ.] parzialmente scremato = το μερικώς αποβουτυρωμένο γάλα || latte [αρσ.] scremato = το αποβουτυρωμένο γάλα, το άπαχο γάλα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |