Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scremàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skreˈmato]

αποβουτυρωμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scremare scrematrice  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


latte [αρσ.] parzialmente scremato = το μερικώς αποβουτυρωμένο γάλα || latte [αρσ.] scremato = το αποβουτυρωμένο γάλα, το άπαχο γάλα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

screditare (ρ. μτβ.)
screditarsi (ρ.μ. (αντων.))
screditato (επίθ.)
scredito (ουσ αρσ )
scremare (ρ. μτβ.)
scremato (επίθ.)
scrematrice (θηλ.ουσ)
scrematura (θηλ.ουσ)
screpolare (ρ.αμτβ.)
screpolare (ρ. μτβ.)
screpolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
screpolato (επίθ.)
screpolatura (θηλ.ουσ)
screziare (ρ. μτβ.)
screziato (επίθ.)
screziatura (θηλ.ουσ)
screzio (ουσ αρσ )
scriba (ουσ αρσ )
scribacchiare (ρ. μτβ.)
scribacchino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---