Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscrepolatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skrepolaˈtura] 1 σπάσιμο 2 σκασιματιά 3 σχισμή 4 χαραμάδα 5 ράγισμα 6 ραγάδα 7 ρωγμή 8 ρήγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |