Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscrédito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskredito] 1 όνειδος 2 κοινωνική περιφρόνηση 3 ανυποληψία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |