Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sembiànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [semˈbjantsa]

1 έκφραση
2 παρουσιαστικό
3 εμφάνιση
4 όψη
5 έκφραση προσώπου
6 σουλούπι
7 μορφή
8 εξωτερικό
9 παράστημα
10 χαρακτηριστικά
11 πρόσωπο
12 ομοιότητα
13 ύφος
14 φόρμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sembiante sembrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

semantista (ουσ αρσ και θηλ.)
semasiologia (θηλ.ουσ)
semasiologico (επίθ.)
semasiologo (ουσ αρσ )
sembiante (αρσ. επίθ και ουσ)
sembianza (θηλ.ουσ)
sembrare (ρ.αμτβ.)
seme (ουσ αρσ )
semeiologo (ουσ αρσ )
semeiotica (θηλ.ουσ)
semeiotico (επίθ.)
sementa (θηλ.ουσ)
semente (θηλ.ουσ)
semenza (θηλ.ουσ)
semenzaio (ουσ αρσ )
semenzale (αρσ. επίθ και ουσ)
semestrale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
semestralità (θηλ.ουσ)
semestralmente (επίρ.)
semestre (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---