Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sembiànte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [semˈbjante]

1 σουλούπι
2 όψη
3 έκφραση προσώπου
4 εξωτερικό
5 εμφάνιση
6 παρουσιαστικό
7 μορφή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  semasiologo sembianza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

semantico (επίθ.)
semantista (ουσ αρσ και θηλ.)
semasiologia (θηλ.ουσ)
semasiologico (επίθ.)
semasiologo (ουσ αρσ )
sembiante (αρσ. επίθ και ουσ)
sembianza (θηλ.ουσ)
sembrare (ρ.αμτβ.)
seme (ουσ αρσ )
semeiologo (ουσ αρσ )
semeiotica (θηλ.ουσ)
semeiotico (επίθ.)
sementa (θηλ.ουσ)
semente (θηλ.ουσ)
semenza (θηλ.ουσ)
semenzaio (ουσ αρσ )
semenzale (αρσ. επίθ και ουσ)
semestrale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
semestralità (θηλ.ουσ)
semestralmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---