Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόséme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈseme] 1 ο σπόρος 2 (di frutto) το κουκούτσι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαolio [αρσ.] di semi = το σπορέλαιο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |