Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfolgorànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfolgoˈrante]

1 γυαλιστερός
2 λαμπερός
3 στιλπνός
4 φαεινός
5 εκθαμβωτικός
6 αγλαός
7 λαμπρός
8 αστραφτερός
9 αστραποβόλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfolgoramento sfolgorare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfogliatella (θηλ.ουσ)
sfogliatrice (θηλ.ουσ)
sfogliatura (θηλ.ουσ)
sfogo (ουσ αρσ )
sfolgoramento (ουσ αρσ )
sfolgorante (επίθ.)
sfolgorare (ρ.αμτβ.)
sfolgorio (ουσ αρσ )
sfollagente (ουσ αρσ )
sfollamento (ουσ αρσ )
sfollare (ρ.αμτβ.)
sfollare (ρ. μτβ.)
sfollato (ουσ αρσ )
sfollato (επίθ.)
sfoltimento (ουσ αρσ )
sfoltire (ρ. μτβ.)
sfoltirsi (ρ.μ. (αντων.))
sfoltita (θηλ.ουσ)
sfoltitrice (θηλ.ουσ)
sfondamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---