Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfolgoràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sfolgoˈrare]

1 λαμπυρίζω
2 σελαγίζω
3 καταυγάζω
4 λαμποκοπώ
5 σπιθίζω
6 φεγγοβολώ
7 φέγγω
8 σπινθηροβολώ
9 στίλβω
10 ακτινοβολώ
11 αντιφεγγίζω
12 λάμπω
13 χρυσίζω
14 απαστράπτω
15 αυγάζω
16 γυαλίζω
17 αστραποβολώ
18 αστράπτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfolgorante sfolgorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfogliatrice (θηλ.ουσ)
sfogliatura (θηλ.ουσ)
sfogo (ουσ αρσ )
sfolgoramento (ουσ αρσ )
sfolgorante (επίθ.)
sfolgorare (ρ.αμτβ.)
sfolgorio (ουσ αρσ )
sfollagente (ουσ αρσ )
sfollamento (ουσ αρσ )
sfollare (ρ.αμτβ.)
sfollare (ρ. μτβ.)
sfollato (ουσ αρσ )
sfollato (επίθ.)
sfoltimento (ουσ αρσ )
sfoltire (ρ. μτβ.)
sfoltirsi (ρ.μ. (αντων.))
sfoltita (θηλ.ουσ)
sfoltitrice (θηλ.ουσ)
sfondamento (ουσ αρσ )
sfondare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---