Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfornàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sforˈnare]

1 βγάζω από το φούρνο
2 παράγω σε μεγάλη ποσότητα
3 ξεφουρνίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfornaciare sfornire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sforbiciatura (θηλ.ουσ)
sformare (ρ. μτβ.)
sformato (ουσ αρσ )
sformato (επίθ.)
sfornaciare (ρ. μτβ.)
sfornare (ρ. μτβ.)
sfornire (ρ. μτβ.)
sfornirsi (ρ.μ. (αντων.))
sfornito (επίθ.)
sfortuna (θηλ.ουσ)
sfortunatamente (επίρ.)
sfortunato (επίθ.)
sforzare (ρ. μτβ.)
sforzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sforzatamente (επίρ.)
sforzato (ουσ αρσ )
sforzatura (θηλ.ουσ)
sforzesco (αρσ. επίθ και ουσ)
sforzo (ουσ αρσ )
sfottere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---