Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsforzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [sforˈtsare] 1 εξαναγκάζω 2 επιταχύνω 3 καταθρυμματίζω 4 διαρρήχνω 5 πρεσάρω 6 ζορίζω 7 εξαναγκάζω 8 υποχρεώνω 9 επιβάλλω 10 πειθαναγκάζω 11 πιέζω 12 διαρρηγνύω 13 σπάζω 14 χώνω (φυτό) 15 φορτσάρω sforzarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [sforˈtsarsi] ζορίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |