Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfortùna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sforˈtuna]

η δυστυχία, η ατυχία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfornito sfortunatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfornaciare (ρ. μτβ.)
sfornare (ρ. μτβ.)
sfornire (ρ. μτβ.)
sfornirsi (ρ.μ. (αντων.))
sfornito (επίθ.)
sfortuna (θηλ.ουσ)
sfortunatamente (επίρ.)
sfortunato (επίθ.)
sforzare (ρ. μτβ.)
sforzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sforzatamente (επίρ.)
sforzato (ουσ αρσ )
sforzatura (θηλ.ουσ)
sforzesco (αρσ. επίθ και ουσ)
sforzo (ουσ αρσ )
sfottere (ρ. μτβ.)
sfottersi (ρ.μ. (αντων.))
sfottimento (ουσ αρσ )
sfottitore (αρσ. επίθ και ουσ)
sfottitura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---