ItalianoGreco


sfregiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sfreˈʤare]

1 παραμορφώνω
2 καθιστώ δύσμορφο
3 χαλώ
4 ασχημίζω
5 πετσοκόβω
6 κόβω

sfregiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sfreˈʤarsi]

1 ασχημαίνω
2 παραμορφώνομαι
3 κόβομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---