Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfregiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sfreˈʤare]

1 παραμορφώνω
2 καθιστώ δύσμορφο
3 χαλώ
4 ασχημίζω
5 πετσοκόβω
6 κόβω

sfregiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sfreˈʤarsi]

1 ασχημαίνω
2 παραμορφώνομαι
3 κόβομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfregatura sfregiato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfregamento (ουσ αρσ )
sfregare (ρ.αμτβ.)
sfregare (ρ. μτβ.)
sfregata (θηλ.ουσ)
sfregatura (θηλ.ουσ)
sfregiare (ρ. μτβ.)
sfregiarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfregiato (αρσ. επίθ και ουσ)
sfregiatore (ουσ αρσ )
sfregio (ουσ αρσ )
sfrenare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfrenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfrenatamente (επίρ.)
sfrenatezza (θηλ.ουσ)
sfrenato (επίθ.)
sfrido (ουσ αρσ )
sfriggere (ρ.αμτβ.)
sfrigolare (ρ.αμτβ.)
sfrigolio (ουσ αρσ )
sfringuellare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---