Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smilitarizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zmilitaridˈdzare]

1 αίρω το στρατιωτικό έλεγχο
2 μεταβιβάζω την εξουσία από τους στρατιωτικούς στους πολιτικούς
3 καταστρέφω πολεμικό υλικό
4 αφοπλίζω
5 αποστρατικοποιώ
6 αποστρατεύω
7 παροπλίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smilace smilitarizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smidollato (επίθ.)
smielare (ρ. μτβ.)
smielatore (ουσ αρσ )
smielatura (θηλ.ουσ)
smilace (θηλ.ουσ)
smilitarizzare (ρ. μτβ.)
smilitarizzazione (θηλ.ουσ)
smilzo (επίθ.)
sminamento (ουσ αρσ )
sminare (ρ. μτβ.)
sminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sminuire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sminuirsi (ρ.μ. (αντων.))
sminuzzamento (ουσ αρσ )
sminuzzare (ρ. μτβ.)
sminuzzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sminuzzatura (θηλ.ουσ)
sminuzzolamento (ουσ αρσ )
sminuzzolare (ρ. μτβ.)
sminuzzolarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---