Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsmorfióso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zmorˈfjoso], [zmorˈfjozo] ναζιάρης άνθρωπος smorfióso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zmorˈfjoso], [zmorˈfjozo] 1 χαδιάρης 2 ιδιότροπος 3 λυγιστός 4 ναζιάρης 5 μαργιόλης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |