Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smorfióso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zmorˈfjoso], [zmorˈfjozo]

ναζιάρης άνθρωπος

smorfióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zmorˈfjoso], [zmorˈfjozo]

1 χαδιάρης
2 ιδιότροπος
3 λυγιστός
4 ναζιάρης
5 μαργιόλης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smorfiosamente smorto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smontare (ρ. μτβ.)
smontarsi (ρ.μ. (αντων.))
smontatura (θηλ.ουσ)
smorfia (θηλ.ουσ)
smorfiosamente (επίρ.)
smorfioso (ουσ αρσ )
smorfioso (επίθ.)
smorto (επίθ.)
smorzando (επίρ.)
smorzare (ρ. μτβ.)
smorzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
smorzato (επίθ.)
smorzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
smorzatura (θηλ.ουσ)
smosso (επίθ.)
smottamento (ουσ αρσ )
smottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smottatura (θηλ.ουσ)
smozzare (ρ. μτβ.)
smozzatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---