Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smòrto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈzmɔrto]

1 άψυχος
2 μουντός
3 ανέκφραστος
4 ενεργών με μισή καρδιά
5 ο χωρίς προσωπικότητα
6 αποχαυνωμένος
7 άτονος
8 χλομός
9 άχρωμος
10 ωχρός
11 κιτρινιάρης
12 πελιδνός
13 πανιασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smorfioso smorzando  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smontatura (θηλ.ουσ)
smorfia (θηλ.ουσ)
smorfiosamente (επίρ.)
smorfioso (ουσ αρσ )
smorfioso (επίθ.)
smorto (επίθ.)
smorzando (επίρ.)
smorzare (ρ. μτβ.)
smorzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
smorzato (επίθ.)
smorzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
smorzatura (θηλ.ουσ)
smosso (επίθ.)
smottamento (ουσ αρσ )
smottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smottatura (θηλ.ουσ)
smozzare (ρ. μτβ.)
smozzatura (θηλ.ουσ)
smozzicare (ρ. μτβ.)
smozzicato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---