smòrto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈzmɔrto]
1 άψυχος
2 μουντός
3 ανέκφραστος
4 ενεργών με μισή καρδιά
5 ο χωρίς προσωπικότητα
6 αποχαυνωμένος
7 άτονος
8 χλομός
9 άχρωμος
10 ωχρός
11 κιτρινιάρης
12 πελιδνός
13 πανιασμένος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈzmɔrto]
1 άψυχος
2 μουντός
3 ανέκφραστος
4 ενεργών με μισή καρδιά
5 ο χωρίς προσωπικότητα
6 αποχαυνωμένος
7 άτονος
8 χλομός
9 άχρωμος
10 ωχρός
11 κιτρινιάρης
12 πελιδνός
13 πανιασμένος
permalink
smorto (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android