Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smottaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zmottaˈmento]

1 καθίζηση
2 κατακρήμνιση
3 κατρακύλα
4 καθίζηση εδαφική
5 κατακρήμνιση εδάφους
6 κατολίσθηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smosso smottare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smorzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
smorzato (επίθ.)
smorzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
smorzatura (θηλ.ουσ)
smosso (επίθ.)
smottamento (ουσ αρσ )
smottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smottatura (θηλ.ουσ)
smozzare (ρ. μτβ.)
smozzatura (θηλ.ουσ)
smozzicare (ρ. μτβ.)
smozzicato (επίθ.)
smozzicatura (θηλ.ουσ)
smungere (ρ. μτβ.)
smunto (επίθ.)
smuovere (ρ. μτβ.)
smuoversi (ρ.μ. (αντων.))
smurare (ρ. μτβ.)
smusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smusata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---