Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smorzatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [zmortsaˈtore]

1 σιγαστήρας
2 διάταξη περιορισμού έντασης (ήχου ή φωτός)
3 σουρντίνα (μουσικού οργάνου)
4 διάταξη περιορισμού αναρρόφησης καυσαερίων
5 μειωτήρας ταλαντώσεων
6 αποσβεστήρας ταλαντώσεων
7 διάταξη κατάπνιξης ήχου
8 διάταξη καταστολής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smorzato smorzatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smorto (επίθ.)
smorzando (επίρ.)
smorzare (ρ. μτβ.)
smorzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
smorzato (επίθ.)
smorzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
smorzatura (θηλ.ουσ)
smosso (επίθ.)
smottamento (ουσ αρσ )
smottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smottatura (θηλ.ουσ)
smozzare (ρ. μτβ.)
smozzatura (θηλ.ουσ)
smozzicare (ρ. μτβ.)
smozzicato (επίθ.)
smozzicatura (θηλ.ουσ)
smungere (ρ. μτβ.)
smunto (επίθ.)
smuovere (ρ. μτβ.)
smuoversi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---