Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsmorzatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [zmortsaˈtore] 1 σιγαστήρας 2 διάταξη περιορισμού έντασης (ήχου ή φωτός) 3 σουρντίνα (μουσικού οργάνου) 4 διάταξη περιορισμού αναρρόφησης καυσαερίων 5 μειωτήρας ταλαντώσεων 6 αποσβεστήρας ταλαντώσεων 7 διάταξη κατάπνιξης ήχου 8 διάταξη καταστολής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |