Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsmottatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [zmottaˈtura] 1 καθίζηση 2 κατακρήμνιση 3 κατρακύλα 4 κατολίσθηση 5 περιοχή εδαφικών κατολισθήσεων 6 καθίζηση εδαφική 7 κατακρήμνιση εδάφους permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |