ItalianoGreco


smorzàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zmorˈtsato]

1 που έχει υποστεί καταστολή
2 μουντός
3 κατεβασμένος σε ένταση
4 μετριασμένος σε ένταση
5 πνιγμένος (για ήχο)
6 σβησμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z