Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


snaturaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [znaturaˈmento]

1 αλλοίωση
2 νόθευση
3 αλλοτρίωση
4 αφαίρεση πολιτικών δικαιωμάτων
5 αποξένωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  snasato snaturare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smussatura (θηλ.ουσ)
smusso (αρσ. επίθ και ουσ)
snack–bar (ουσ αρσ )
snasare (ρ. μτβ.)
snasato (επίθ.)
snaturamento (ουσ αρσ )
snaturare (ρ. μτβ.)
snaturatezza (θηλ.ουσ)
snaturato (αρσ. επίθ και ουσ)
snazionalizzare (ρ. μτβ.)
snazionalizzazione (θηλ.ουσ)
snebbiare (ρ. μτβ.)
snebbiatore (ουσ αρσ )
snellezza (θηλ.ουσ)
snellimento (ουσ αρσ )
snellire (ρ. μτβ.)
snello (επίθ.)
snervamento (ουσ αρσ )
snervante (επίθ.)
snervare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---