Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


snaturàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [znatuˈrato]

1 άσχημος
2 κακοήθης
3 κακός
4 διεστραμμένος
5 πονηρός
6 κατεργάρικος
7 αχρείος
8 μοχθηρός
9 σκληρός
10 ωμός
11 αφύσικος
12 απάνθρωπος
13 αμείλικτος
14 απάνθρωπος
15 άσπλαχνος
16 απηνής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  snaturatezza snazionalizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

snasare (ρ. μτβ.)
snasato (επίθ.)
snaturamento (ουσ αρσ )
snaturare (ρ. μτβ.)
snaturatezza (θηλ.ουσ)
snaturato (αρσ. επίθ και ουσ)
snazionalizzare (ρ. μτβ.)
snazionalizzazione (θηλ.ουσ)
snebbiare (ρ. μτβ.)
snebbiatore (ουσ αρσ )
snellezza (θηλ.ουσ)
snellimento (ουσ αρσ )
snellire (ρ. μτβ.)
snello (επίθ.)
snervamento (ουσ αρσ )
snervante (επίθ.)
snervare (ρ. μτβ.)
snervarsi (ρ. μ. αμτβ.)
snervatezza (θηλ.ουσ)
snervato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---