snaturàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [znatuˈrato]
1 άσχημος
2 κακοήθης
3 κακός
4 διεστραμμένος
5 πονηρός
6 κατεργάρικος
7 αχρείος
8 μοχθηρός
9 σκληρός
10 ωμός
11 αφύσικος
12 απάνθρωπος
13 αμείλικτος
14 απάνθρωπος
15 άσπλαχνος
16 απηνής
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [znatuˈrato]
1 άσχημος
2 κακοήθης
3 κακός
4 διεστραμμένος
5 πονηρός
6 κατεργάρικος
7 αχρείος
8 μοχθηρός
9 σκληρός
10 ωμός
11 αφύσικος
12 απάνθρωπος
13 αμείλικτος
14 απάνθρωπος
15 άσπλαχνος
16 απηνής
permalink
snaturato (αρσ. επίθ και ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android