Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


snocciolatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [znotʧolaˈtojo]

εργαλείο αφαίρεσης κουκουτσιών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  snocciolare snocciolatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

snob (επίθ.)
snobbare (ρ. μτβ.)
snobismo (ουσ αρσ )
snobistico (επίθ.)
snocciolare (ρ. μτβ.)
snocciolatoio (ουσ αρσ )
snocciolatura (θηλ.ουσ)
snodabile (επίθ.)
snodare (ρ. μτβ.)
snodarsi (ρ.μ. (αντων.))
snodato (επίθ.)
snodatura (θηλ.ουσ)
snodo (ουσ αρσ )
snudare (ρ. μτβ.)
soave (επίθ.)
soavemente (επίρ.)
soavità (θηλ.ουσ)
sobbalzare (ρ.αμτβ.)
sobbalzo (ουσ αρσ )
sobbarcare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---