Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sordidaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [sordidaˈmente]

1 ποταπά
2 πρόστυχα
3 ιδιοτελώς
4 άθλια
5 αποκρουστικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sordastro sordidezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sorbole (επιφ.)
sorcino (επίθ.)
sorcio (ουσ αρσ )
sordaggine (θηλ.ουσ)
sordastro (επίθ.)
sordidamente (επίρ.)
sordidezza (θηλ.ουσ)
sordido (επίθ.)
sordina (θηλ.ουσ)
sordità (θηλ.ουσ)
sordo (ουσ αρσ )
sordo (επίθ.)
sordomutismo (ουσ αρσ )
sordomuto (ουσ αρσ )
sordomuto (επίθ.)
sorella (θηλ.ουσ)
sorellanza (θηλ.ουσ)
sorellastra (θηλ.ουσ)
sorgente (θηλ.ουσ)
sorgente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---