sordidézza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [sordiˈdettsa]
1 χαμέρπεια
2 φιλαργυρία
3 ρυπαρότητα
4 τσιγκουνιά
5 βρομερότητα
6 χυδαιότητα
7 προστυχιά
8 ιδιοτέλεια
9 αποκρουστικότητα
10 αθλιότητα
11 ποταπότητα
12 ουτιδανότης
13 λέρα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [sordiˈdettsa]
1 χαμέρπεια
2 φιλαργυρία
3 ρυπαρότητα
4 τσιγκουνιά
5 βρομερότητα
6 χυδαιότητα
7 προστυχιά
8 ιδιοτέλεια
9 αποκρουστικότητα
10 αθλιότητα
11 ποταπότητα
12 ουτιδανότης
13 λέρα
permalink
sordidezza (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android