Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soffregàre (ρ. μτβ.) soggettìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
soffrìbile (αρσ. επίθ και ουσ) soggettivaménte (επίρ.)
soffrìggere (ρ. μτβ. και αμετβ.) soggettivàre (ρ. μτβ.)
soffrìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) soggettivazióne (θηλ.ουσ)
soffrìtto (αρσ. επίθ και ουσ) soggettivìsmo (ουσ αρσ )
soffusióne (θηλ.ουσ) soggettivìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
soffùso (επίθ.) soggettivìstico (επίθ.)
sofìa (θηλ.ουσ) soggettività (θηλ.ουσ)
sofìsma (ουσ αρσ ) soggettìvo (επίθ.)
sofìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) soggètto (ουσ αρσ )
sofìstica (θηλ.ουσ) soggètto (επίθ.)
sofisticàggine (θηλ.ουσ) soggezióne (θηλ.ουσ)
sofisticaménte (επίρ.) sogghignàre (ρ.αμτβ.)
sofisticaménto (ουσ αρσ ) sogghìgno (ουσ αρσ )
sofisticàre (ρ.αμτβ.) soggiacére (ρ.αμτβ.)
sofisticàre (ρ. μτβ.) soggiogaménto (ουσ αρσ )
sofisticàto (επίθ.) soggiogàre (ρ. μτβ.)
sofisticatóre (αρσ. επίθ και ουσ) soggiogatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
sofisticazióne (θηλ.ουσ) soggiornàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sofisticherìa (θηλ.ουσ) soggiórno (ουσ αρσ )
sofìstico (ουσ αρσ ) soggiùngere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sofìstico (επίθ.) soggiuntìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
sòfo (ουσ αρσ ) soggólo (ουσ αρσ )
Sòfocle (κύρ.όν. αρσ.) sogguardàre (ρ. μτβ.)
software (ουσ αρσ ) sòglia (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: