Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cullàre (ρ. μτβ.) cùmulo (ουσ αρσ )
cullarsi (ρ.μ. (αντων.)) cumulonémbo (ουσ αρσ )
culminànte (επίθ.) cùna (θηλ.ουσ)
culminàre (ρ.αμτβ.) cuneifórme (ουσ αρσ )
culminazióne (θηλ.ουσ) cuneifórme (επίθ.)
cùlmine (ουσ αρσ ) cùneo (ουσ αρσ )
cùlmo (ουσ αρσ ) cunétta (θηλ.ουσ)
cùlo (ουσ αρσ ) cunìcolo (ουσ αρσ )
culottes (θηλ. ουσ πληθ.) cunicoltóre (ουσ αρσ )
cùlto (ουσ αρσ ) cunicoltùra (θηλ.ουσ)
cultóre (ουσ αρσ ) cuòca (θηλ.ουσ)
cultùra (θηλ.ουσ) cuòcere (ρ.αμτβ.)
culturàle (επίθ.) cuòcere (ρ. μτβ.)
culturalìsmo (ουσ αρσ ) cuocersi (ρ.μ. (αντων.))
culturalìstico (επίθ.) cuòco (ουσ αρσ )
culturalménte (επίρ.) cuoiàio (ουσ αρσ )
culturìsmo (ουσ αρσ ) cuoiàme (ουσ αρσ )
culturìsta (ουσ αρσ και θηλ.) cuòio (ουσ αρσ )
cumarìna (θηλ.ουσ) cuòra (θηλ.ουσ)
cumìno (ουσ αρσ ) cuòre (ουσ αρσ )
cumulàbile (επίθ.) cuorifórme (επίθ.)
cumulàre (ρ. μτβ.) cupézza (θηλ.ουσ)
cumularsi (ρ.μ. (αντων.)) cupidìgia (θηλ.ουσ)
cumulatìvo (επίθ.) cùpido (επίθ.)
cumulazióne (θηλ.ουσ) cùpo (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: