Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guardàre (ρ. μτβ.) guarnitùra (θηλ.ουσ)
guardarsi (ρ.μ. (αντων.)) guarnizióne (θηλ.ουσ)
guardaròba (θηλ.ουσ) guasconàta (θηλ.ουσ)
guardarobièra (θηλ.ουσ) guascóne (ουσ αρσ )
guardasàla (ουσ αρσ και θηλ.) guascóne (επίθ.)
guardasigìlli (ουσ αρσ ) guastafèste (ουσ αρσ και θηλ.)
guardàta (θηλ.ουσ) guastamestièri (ουσ αρσ και θηλ.)
guardavìa (ουσ αρσ ) guastàre (ρ. μτβ.)
guàrdia (θηλ.ουσ) guastàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
guardiacàccia (ουσ αρσ και θηλ.) guastatóre (ουσ αρσ )
guardiamarìna (ουσ αρσ ) guàsto (ουσ αρσ )
guardiàno (ουσ αρσ ) guàsto (επίθ.)
guardìna (θηλ.ουσ) guatàre (ρ. μτβ.)
guardinfànte (ουσ αρσ ) Guatemàla (κύρ.όν. αρσ.)
guardìngo (επίθ.) guatemaltèco (αρσ. επίθ και ουσ)
guardiòla (θηλ.ουσ) guattìre (ρ.αμτβ.)
guardóne (ουσ αρσ ) guàzza (θηλ.ουσ)
guarentìgia (θηλ.ουσ) guazzabùglio (ουσ αρσ )
guarìbile (επίθ.) guazzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
guarigióne (θηλ.ουσ) guazzatóio (ουσ αρσ )
guarìre (ρ.αμτβ.) guazzétto (ουσ αρσ )
guarìre (ρ. μτβ.) guàzzo (ουσ αρσ )
guaritóre (αρσ. επίθ και ουσ) guèrcio (ουσ αρσ )
guarnigióne (θηλ.ουσ) guèrcio (επίθ.)
guarnìre (ρ. μτβ.) guèrra (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: