Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


screziàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skretˈtsjato]

1 διαποίκιλτος
2 πολύστικτος
3 παρδαλός
4 πολύχρωμος
5 ποικίλος
6 στικτός
7 ποικιλόχρωμος
8 διάστικτος
9 κατάστικτος
10 παρδαλός
11 κηλιδωτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  screziare screziatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

screpolare (ρ. μτβ.)
screpolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
screpolato (επίθ.)
screpolatura (θηλ.ουσ)
screziare (ρ. μτβ.)
screziato (επίθ.)
screziatura (θηλ.ουσ)
screzio (ουσ αρσ )
scriba (ουσ αρσ )
scribacchiare (ρ. μτβ.)
scribacchino (ουσ αρσ )
scricchiolamento (ουσ αρσ )
scricchiolante (επίθ.)
scricchiolare (ρ.αμτβ.)
scricchiolio (ουσ αρσ )
scricciolo (ουσ αρσ )
scrigno (ουσ αρσ )
scriminatura (θηλ.ουσ)
scrimolo (ουσ αρσ )
scristianare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---