Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscreziatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skrettsjaˈtura] 1 πολυχρωμία 2 ποικιλοχρωμία 3 διαποίκιλση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |