scrèzio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈskrɛttsjo]
1 ασυμφωνία
2 αντίθεση
3 διαφορά
4 σημείο τριβής
5 διάσταση μαρτυρικών καταθέσεων
6 διχόνοια
7 διαφωνία
8 έριδα
9 αντιπαράθεση
10 αντιγνωμία
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈskrɛttsjo]
1 ασυμφωνία
2 αντίθεση
3 διαφορά
4 σημείο τριβής
5 διάσταση μαρτυρικών καταθέσεων
6 διχόνοια
7 διαφωνία
8 έριδα
9 αντιπαράθεση
10 αντιγνωμία
permalink
screzio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android