Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scrèzio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskrɛttsjo]

1 ασυμφωνία
2 αντίθεση
3 διαφορά
4 σημείο τριβής
5 διάσταση μαρτυρικών καταθέσεων
6 διχόνοια
7 διαφωνία
8 έριδα
9 αντιπαράθεση
10 αντιγνωμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  screziatura scriba  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

screpolato (επίθ.)
screpolatura (θηλ.ουσ)
screziare (ρ. μτβ.)
screziato (επίθ.)
screziatura (θηλ.ουσ)
screzio (ουσ αρσ )
scriba (ουσ αρσ )
scribacchiare (ρ. μτβ.)
scribacchino (ουσ αρσ )
scricchiolamento (ουσ αρσ )
scricchiolante (επίθ.)
scricchiolare (ρ.αμτβ.)
scricchiolio (ουσ αρσ )
scricciolo (ουσ αρσ )
scrigno (ουσ αρσ )
scriminatura (θηλ.ουσ)
scrimolo (ουσ αρσ )
scristianare (ρ. μτβ.)
scristianizzare (ρ. μτβ.)
scristianizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---