Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscricchiolaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skrikkjolaˈmento] 1 ροκάνισμα 2 κριτσάνισμα 3 σκούξιμο 4 τριγμός 5 τρίξιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |