Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsnelliménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [znelliˈmento] 1 επιτάχυνση 2 απλοποίηση 3 αδυνάτισμα 4 απίσχνανση 5 ίσχνανση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |