Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


snervàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [znerˈvare]

1 αποδυναμώνω
2 εξαντλώ
3 εξασθενίζω
4 αποχαυνώνω
5 εκνευρίζω

snervàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [znerˈvarsi]

1 εξαντλούμαι
2 εκνευρίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  snervante snervatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

snellimento (ουσ αρσ )
snellire (ρ. μτβ.)
snello (επίθ.)
snervamento (ουσ αρσ )
snervante (επίθ.)
snervare (ρ. μτβ.)
snervarsi (ρ. μ. αμτβ.)
snervatezza (θηλ.ουσ)
snervato (επίθ.)
snidare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
snob (ουσ αρσ και θηλ.)
snob (επίθ.)
snobbare (ρ. μτβ.)
snobismo (ουσ αρσ )
snobistico (επίθ.)
snocciolare (ρ. μτβ.)
snocciolatoio (ουσ αρσ )
snocciolatura (θηλ.ουσ)
snodabile (επίθ.)
snodare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---