ItalianoGreco


snervàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [znerˈvare]

1 αποδυναμώνω
2 εξαντλώ
3 εξασθενίζω
4 αποχαυνώνω
5 εκνευρίζω

snervàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [znerˈvarsi]

1 εξαντλούμαι
2 εκνευρίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z