Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


snèllo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈznɛllo]

λυγερόκορμος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  snellire snervamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

snebbiare (ρ. μτβ.)
snebbiatore (ουσ αρσ )
snellezza (θηλ.ουσ)
snellimento (ουσ αρσ )
snellire (ρ. μτβ.)
snello (επίθ.)
snervamento (ουσ αρσ )
snervante (επίθ.)
snervare (ρ. μτβ.)
snervarsi (ρ. μ. αμτβ.)
snervatezza (θηλ.ουσ)
snervato (επίθ.)
snidare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
snob (ουσ αρσ και θηλ.)
snob (επίθ.)
snobbare (ρ. μτβ.)
snobismo (ουσ αρσ )
snobistico (επίθ.)
snocciolare (ρ. μτβ.)
snocciolatoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---