Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


snobìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [znoˈbizmo]

1 υπεροπτική συμπεριφορά
2 υπεροψία
3 σνομπισμός
4 ακαταδεξία
5 σνομπαρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  snobbare snobistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

snervato (επίθ.)
snidare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
snob (ουσ αρσ και θηλ.)
snob (επίθ.)
snobbare (ρ. μτβ.)
snobismo (ουσ αρσ )
snobistico (επίθ.)
snocciolare (ρ. μτβ.)
snocciolatoio (ουσ αρσ )
snocciolatura (θηλ.ουσ)
snodabile (επίθ.)
snodare (ρ. μτβ.)
snodarsi (ρ.μ. (αντων.))
snodato (επίθ.)
snodatura (θηλ.ουσ)
snodo (ουσ αρσ )
snudare (ρ. μτβ.)
soave (επίθ.)
soavemente (επίρ.)
soavità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---