Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


snidàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zniˈdare]

1 διώχνω
2 εκδιώκω
3 εκτοπίζω
4 βγάζω από τη φωλιά
5 ξεπετώ
6 κάνω έξωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  snervato snob  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

snervante (επίθ.)
snervare (ρ. μτβ.)
snervarsi (ρ. μ. αμτβ.)
snervatezza (θηλ.ουσ)
snervato (επίθ.)
snidare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
snob (ουσ αρσ και θηλ.)
snob (επίθ.)
snobbare (ρ. μτβ.)
snobismo (ουσ αρσ )
snobistico (επίθ.)
snocciolare (ρ. μτβ.)
snocciolatoio (ουσ αρσ )
snocciolatura (θηλ.ουσ)
snodabile (επίθ.)
snodare (ρ. μτβ.)
snodarsi (ρ.μ. (αντων.))
snodato (επίθ.)
snodatura (θηλ.ουσ)
snodo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---