Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

shunt (ουσ αρσ ) sicàrio (ουσ αρσ )
shuntàre (ρ. μτβ.) siccatìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
si (ουσ αρσ ) sicché (σύνδ.)
si (προσωπ. αντων.) siccità (θηλ.ουσ)
(επίρ.) siccitóso (επίθ.)
sìa (σύνδ.) siccóme (σύνδ.)
sìal (ουσ αρσ ) Sicìlia (κύρ.όν. θηλ.)
siàlico (επίθ.) siciliàna (θηλ.ουσ)
siamàngo (ουσ αρσ ) sicilianità (θηλ.ουσ)
siamése (ουσ αρσ και θηλ.) siciliàno (ουσ αρσ )
siamése (επίθ.) siciliàno (επίθ.)
sibarìta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) sìclo (ουσ αρσ )
sibarìtico (επίθ.) sicofànte (ουσ αρσ και θηλ.)
sibbène (σύνδ.) sicomòro, sicòmoro (ουσ αρσ )
sibèria (θηλ.ουσ) sicònio (ουσ αρσ )
siberiàno (ουσ αρσ ) sicòsi (θηλ.ουσ)
siberiàno (επίθ.) sìculo (ουσ αρσ )
sibilànte (θηλ.ουσ) sìculo (επίθ.)
sibilànte (επίθ.) sicumèra (θηλ.ουσ)
sibilàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) sicùra (θηλ.ουσ)
sibìlla (θηλ.ουσ) sicuraménte (επίρ.)
sibillìno (επίθ.) sicurézza (θηλ.ουσ)
sìbilo (ουσ αρσ ) sicùro (επίθ.)
sic (επίρ.) sicurtà (θηλ.ουσ)
sìca (θηλ.ουσ) sidecar (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: