Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

situàre (ρ. μτβ.) slanciàre (ρ. μτβ.)
situàto (επίθ.) slanciarsi (ρ.μ. (αντων.))
situazionàle (επίθ.) slanciàto (επίθ.)
situazióne (θηλ.ουσ) slàncio (ουσ αρσ )
sivièra (θηλ.ουσ) slang (ουσ αρσ )
Sivìglia (κύρ.όν. θηλ.) slargaménto (ουσ αρσ )
sizìgia (θηλ.ουσ) slargàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sizigiàle (επίθ.) slargarsi (ρ.μ. (αντων.))
skài (ουσ αρσ ) slargatùra (θηλ.ουσ)
skateboard (ουσ αρσ ) slàrgo (ουσ αρσ )
skating (ουσ αρσ ) slatinàre (ρ.αμτβ.)
sketch (ουσ αρσ ) slattaménto (ουσ αρσ )
skilift (ουσ αρσ ) slattàre (ρ. μτβ.)
skipper (ουσ αρσ και θηλ.) slavàto (επίθ.)
slabbràre (ρ. μτβ. και αμετβ.) slavatùra (θηλ.ουσ)
slabbrarsi (ρ.μ. (αντων.)) slavìna (θηλ.ουσ)
slabbratùra (θηλ.ουσ) slavìsmo (ουσ αρσ )
slacciàre (ρ. μτβ.) slavìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
slacciarsi (ρ.μ. (αντων.)) slavìstica (θηλ.ουσ)
slacciàto (επίθ.) slavizzàre (ρ. μτβ.)
sladinàre (ρ. μτβ.) slavizzazióne (θηλ.ουσ)
sladinatùra (θηλ.ουσ) slàvo (ουσ αρσ )
slàlom (ουσ αρσ ) slàvo (επίθ.)
slalomìsta (ουσ αρσ και θηλ.) slavofilìsmo (ουσ αρσ )
slanciaménto (ουσ αρσ ) slavòfilo (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: